-
1 ценность
1. (цена, стоимость) η αξί/α 2. (ценный предмет) το ακριβό αντικείμενο 3. (важность, значимость чего-л.) η αξία, η μεγάλη σημασίαпищевая - θρεπτική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ценность
-
2 ценность
ценность ж 1) η αξία; иметь \ценность έχω αξία 2) (ценная вещь) чаще мн. οι αξίες; культурные \ценностьи οι πολιτιστικές αξίες; материальные \ценностьи οι υλικές αξίες* * *ж1) η αξίαиме́ть це́нность — έχω αξία
2) ( ценная вещь) чаще мн. οι αξίεςкульту́рные це́нности — οι πολιτιστικές αξίες
материа́льные це́нности — οι υλικές αξίες
-
3 ценность
ценн||остьж1. ἡ ἀξία·2. мн, \ценностьости τα πολύτιμα πράγματα:материальные \ценностьости οἱ ὑλικές ἀξίες· культурные \ценностьости οἱ πολιτιστικές ἀξίες. -
4 потребность
-и θ.ανάγκη, χρεία απαίτηση•материальные и культурные -и υλικές και πολιτιστικές απαιτήσεις•
насущная - επιταχτική ανάγκη.
-
5 ценность
-и θ.1. τιμή• αξία•определить ценность меха εκτιμώ την σ.ΐ,ίσ. της γούνας•
-вещь высокойценностьи πράγμα υψηλής αξίας.
2. μτφ. βαρύτητα•его мысль имеет большую ценность η γνώμη του έχει μεγάλη βαρύτητα.
εκφρ.материальные -и – οι υλικές αξίες•культурныеценностьи – πολιτιστικές αξίες.